- ορνιθοθηρευτής
- ὀρνιθοθηρευτής, ὁ (Α)κυνηγός πτηνών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, -ιθος + θηρευτής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀρνιθοθηρευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορνιθοθηρευτικός — ή, ό (Α ὀρνιθοθηρευτικός, ή, όν) [ορνιθοθηρευτής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κυνήγι πτηνών νεοελλ. το θηλ. ως ουσ. η ορνιθοθηρευτική η τέχνη τού κυνηγιού τών πτηνών … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek